βουβάλα

βουβάλα
η
1) буйволица; 2) груб. корова (о женщине)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βουβάλα" в других словарях:

  • βουβάλα — η 1. το θηλυκό βουβάλι. 2. μτφ., παχύσαρκη γυναίκα, χοντροκέφαλη: Δεν είναι απλώς παχιά, είναι βουβάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουβάλα — η βλ. βούβαλος …   Dictionary of Greek

  • Βουβάλα ή Άζωρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 551 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται ΒΔ της Λάρισας, κοντά στην αρχαία περραιβική πόλη Άζωρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρανταπόρου. Η ονομασία Β. είναι η παλαιότερη ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • GR-A27 — Nationalstraße 3 (Ethiniki Odos 3) Länge: ca. ca. 500 km …   Deutsch Wikipedia

  • GR-EO3 — Nationalstraße 3 (Ethiniki Odos 3) Länge: ca. ca. 500 km …   Deutsch Wikipedia

  • Nationalstraße 3 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.3 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • -άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …   Dictionary of Greek

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • βούβαλος — Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής. Ο β. εκτρέφεται για την… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Περραιβία — Η χώρα των αρχαίων Περραιβών. Ταυτίζεται με το βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού Λαρίσης και έως ένα σημείο με το ανατολικό τμήμα του σημερινού νομού Τρικάλων. Η αρχαία Περραιβία χωριζόταν σε ορεινή και πεδινή. Η ορεινή ορίζεται στα βόρεια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»